- αναδείπνια
- ἀναδείπνια, τα (Μ)δεύτερο δείπνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + δειπνία, πληθ. τού υποκορ. δειπνίον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναδείπνια — second supper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)